δεκατίζω

δεκατίζω
1. προσφέρω το ένα δέκατο τών αγαθών μου ή τής παραγωγής μου
2. αποδεκατίζω
3. δεκατιάζω
4. μετρώ ανά δέκα
5. μετρώ, καταμετρώ
6. φρ. «δεκάτιζε τα λόγια σου» — μέτρα τα λόγια σου, μην πολυλογείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεκατίζω — ισα, ίστηκα, δεκατισμένος 1. εισπράττω το δέκατο από ένα εισόδημα. 2. προκαλώ φθορά, καταστρέφω: Η φετινή σοδειά δεκατίστηκε από τις παγωνιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδεκάτιστος — η, ο [δεκατίζω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί μεγάλες απώλειες ή φθορές 2. αδεκάτευτος* …   Dictionary of Greek

  • αποδεκατίζω — (AM ἀποδεκατίζω) νεοελλ. επιφέρω μεγάλη καταστροφή, φθορά σε πληθυσμό ή αγέλη ζώων αρχ. παίρνω το δέκατο ενός είδους, εισπράττω τη δεκάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δεκατίζω (μόνο σε σύνθεση, στην αρχ. ελλην.) < δέκατος, η ον < δέκα] …   Dictionary of Greek

  • δεκάτισις — δεκάτισις, η [δεκατίζω] η δεκάτευση …   Dictionary of Greek

  • δεκάτισμα — το [δεκατίζω] 1. το δεκάτευμα 2. ο αποδεκατισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”